-
1 касса
-ы θ.1. χρηματοκιβώτιο.2. ταμείο•сберегательная касса ταμιευτήριο•
касса взаимопомощи ταμείο αλληλοβοήθειας•
железнодорожная касса ταμείο εισιτηρίων σιδηροδρόμων•
театральная касса ταμείο εισιτηρίων θεάτρου•
заплатить в кассу πληρώνω στο ταμείο•
3. τα χρήματα του ταμείου•проверить -у κάνω έλεγχο του ταμείου.
4. (τυπγρ.) στοιχειοθήκη.